πρωτοβλάστη

πρωτοβλάστη
η, Ν
βιολ. α) βλαστομερίδιο το οποίο αναπτύσσεται σε καθορισμένο όργανο ή τμήμα
β) ένα στάδιο εσωτερικής εκβλάστησης στην ιστορία μερικών σποροζώων πρωτόζωων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protoblast < πρώτος + βλαστός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”